- πεντάστοιχοι
- πεντάστοιχοςfive-rowedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντάστοιχος — η, ο / πεντάστοιχος, ον, ΝΑ αυτός που αποτελείται από πέντε στοίχους, από πέντε σειρές αρχ. αυτός που το στάχυ του έχει πέντε σειρές κόκκων («κριθαὶ πεντάστοιχοι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. τρί στοιχος)) … Dictionary of Greek